- θάβω
- enterrer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
θάβω — θάβω, έθαψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θάβω — και θάπτω και θάφτω (AM θάπτω) 1. τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, ενταφιάζω 2. κηδεύω, τιμώ τον νεκρό με επικήδειες τελετές νεοελλ. 1. κρύβω οτιδήποτε μέσα στη γη, τό σκεπάζω με χώμα («έθαψαν τα κλοπιμαία») 2. κρύβω κάτι σε μέρος ασφαλές και… … Dictionary of Greek
θάβω — ή θάφτω έθαψα, θάφτηκα, θαμμένος 1. ενταφιάζω, κηδεύω: Πήραν άδεια να θάψουν το νεκρό. 2. κρύβω στο χώμα: Έθαψαν το θησαυρό σ ένα μέρος κρυφό. 3. καταπλακώνω, σκεπάζω: Τρεις εργάτες θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια της οικοδομής. 4. προκαλώ μεγάλη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάφτω — θάβω* … Dictionary of Greek
αναθάπτω — θάβω εκ νέου, ξαναθάβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θάπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
θάφτης — [θάβω] νεκροθάφτης … Dictionary of Greek
ενταφιάζω — (AM ἐνταφιάζω) τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, θάβω νεοελλ. φρ. «ενταφιάζω τις ελπίδες...» θάβω, καθιστώ αδύνατη την πραγματοποίηση τών ελπίδων … Dictionary of Greek
επικατορύσσω — ἐπικατορύσσω (AM) θάβω επί πλέον («ἵνα καὶ αὐτὸς ζῶν ἐπικατορυγῇ», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ ορύσσω «σκάβω, θάβω»] … Dictionary of Greek
θάπτω — (AM θάπτω) βλ. θάβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θάπ τω < *θαφ , το οποίο εμφανίζεται με τις μορφές θαπ και ταφ (με τον νόμο τής ανομοιώσεως τών δασέων) και ανάγεται σε ΙE *dhmbh «σκάβω» (η απαθής βαθμίδα *dhembh τής ρίζας δεν απαντά) + επίθημα τω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
παρακαταθάπτω — Α θάβω δίπλα, θάβω κάποιον ή κάτι δίπλα σε κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek